αγαπίζω

αγαπίζω
αγάπισα
1. μτβ., συμφιλιώνω: Ήταν να σκοτωθούνε και τους αγάπισαν.
2. αμτβ., συμφιλιώνομαι: Καμιά φορά μαλώνουν, αλλά γρήγορα αγαπίζουν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγαπίζω — αγαπίζω, αγάπισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: αγαπίζω : σημαίνει κυρίως συμφιλιώνομαι (και σπάνια συμφιλιώνω). Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με τους αοριστικούς τύπους του αγαπώ (επιτέλους αγαπίσανε μετά τόσους καβγάδες, αλλά: ποτέ δεν αγαπήσανε… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αγαπίζω — 1. συμφιλιώνω, συμβιβάζω 2. συμφιλιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. αντί τού αγαπώ, που σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. αγάπησα, αναλογικά προς τύπους αορ. σε ίσα, που σχηματίζουν κανονικά τον ενεστώτα τους σε ίζω (πρβλ. αλώνισα… …   Dictionary of Greek

  • αγάπισμα — το [αγαπίζω] συμφιλίωση, συνδιαλλαγή …   Dictionary of Greek

  • αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… …   Dictionary of Greek

  • αναγάπιστος — η, ο [αγαπίζω] αυτός που δεν συμφιλιώθηκε ή δεν συμφιλιώνεται, αφίλιωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”